τσαπατσούλης

τσαπατσούλης
α, ικο 1. неряшливый, неопрятный;
2. (ο ) неряха;

τσαπατσούλης στη δουλειά — халтурщик


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "τσαπατσούλης" в других словарях:

  • τσαπατσούλης — α, ικο, Ν ακατάστατος, άτσαλος, επιπόλαιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. capacul] …   Dictionary of Greek

  • τσαπατσούλης, -α, -ικο — (λ. τουρκ.), άνθρωπος ακατάστατος, άτσαλος, ανοικοκύρευτος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • List of Mr. Men — The following is a list of Mr. Men, from the children s book series by Roger Hargreaves, also adapted into the children s television programme The Mr. Men Show. Books one (Mr. Tickle) to forty three (Mr. Cheerful) were written by Hargreaves, and… …   Wikipedia

  • Σαρδανάπαλος — Ασσύριος βασιλιάς τον οποίο αναφέρουν πολλοί αρχαίοι Έλληνες συγγραφείς και ο οποίος ταυτίζεται με το βασιλιά Ασουρμπανιπάλ (668 626 π.Χ.), γιο του Εσαρχαδών. Ο Ασουρμπανιπάλ υπήρξε ένας από τους μεγαλύτερους Ασσύριους ηγεμόνες: μετά τη νίκη του… …   Dictionary of Greek

  • τσαλαβούτας — ο, Ν [τσαλαβουτώ] 1. αυτός που βαδίζει απρόσεκτα και πατά μέσα στις λάσπες 2. (γενικά) απρόσεκτος, τσαπατσούλης …   Dictionary of Greek

  • τσαπατσουλιά — η, Ν [τσαπατσούλης] 1. ακαταστασία 2. εργασία που έχει γίνει πρόχειρα, χωρίς τάξη και σύστημα 3. επιπολαιότητα …   Dictionary of Greek

  • τσαπατσούλικος — η, ο, Ν [τσαπατσούλης] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε τσαπατσούλη …   Dictionary of Greek

  • παρασάνταλος — η, ο άτσαλος, ακατάστατος, τσαπατσούλης …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τσαλαβούτας — ο 1.που βαδίζει απρόσεχτα και πατά στις λάσπες. 2. μτφ., άνθρωπος ακατάστατος, τσαπατσούλης, άτσαλος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»